- κλοπαιος
- κλοπαῖος3украденный
(πυρὸς πηγή Aesch.)
; похищенный(γυνή Eur.)
τὰ κλοπαῖα καὴ τὰ βίαια Plat. — кражи и насилия
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πυρὸς πηγή Aesch.)
; похищенный(γυνή Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλοπαίος — κλοπαῑος, αία, αῖον (Α) [κλοπή] 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.) 2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
κλοπαῖον — κλοπαῖος stolen masc acc sg κλοπαῖος stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαῖα — κλοπαῖος stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίας — κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem acc pl κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίων — κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen fem gen pl κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίως — κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen adverbial κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπήιος — κλωπήιος, ΐη, ον (Α) [κλωψ] (ιων. και ποιητ. τ.) κλοπαίος* … Dictionary of Greek
κλοπαίαν — κλοπαί̱ᾱν , κλοπαῖος stolen fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίου — κλοπαί̱ου , κλοπαῖος stolen masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)